- διαβόλισσα
- ηβλ. διάβολος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαβόλισσα — η πανούργα και πανέξυπνη γυναίκα, διαβολογυναίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… … Dictionary of Greek
διαβολογυναίκα — η διαβόλισσα: Πίσω από την επιτυχία του βρίσκεται η διαβολογυναίκα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)